θαλασσοποιώ

θαλασσοποιώ

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "θαλασσοποιώ" в других словарях:

  • θαλασσοποιώ — έω προκαλώ αναστάτωση, δημιουργώ δυσχέρειες («τά κάνω θάλασσα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοποιώ — ησα, μτβ., προκαλώ αναστάτωση, τα κάνω θάλασσα, αποτυχαίνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσοποίηση — η [θαλασσοποιώ] ανώμαλη κατάσταση, αναστάτωση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»